- πῡγιστής
- πῡγιστής, ὁ, paedico, paedícator
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πυγιστής — ὁ, Α [πυγίζω] αρσενοκοίτης, κωλομπαράς … Dictionary of Greek
φιλοπυγιστής — ὁ, Α παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πυγιστής «αρσενοκοίτης» (< πυγίζω < πυγή «πρωκτός»)] … Dictionary of Greek